του Τάσου Κεφαλά*
(οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι από την
τελευταία «φουρνιά» αιολικών στον κεντρικό Ελικώνα -που δεν έχουν κανένα
πρόβλημα συνύπαρξης με τη γραμμή υπερυψηλής τάσης, η οποία συνδέει το δίκτυο με
τη μονάδα φυσικού αερίου της ELPEDISON στη Θίσβη Βοιωτίας-,
καθώς και από παλιότερες κινητοποιήσεις για ζητήματα ενέργειας)
Α. Εν αρχή ην ο (αντί)λογος
Ο ριζικός μετασχηματισμός του τομέα της
ενέργειας στη χώρα μας, που έχει συντελεστεί -κυρίως- τις δύο τελευταίες
δεκαετίες, έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη τοπικών και πανελλαδικών
πρωτοβουλιών και κινημάτων, για μια σειρά ζητημάτων, από την κατάσταση στις
λιγνιτκές περιοχές μέχρι το πρόσφατο φαραωνικό σχεδιασμό της εξόρυξης
υδρογονανθράκων και από την επέλαση των αιολικών στους ορεινούς όγκους μέχρι τη
συνεχιζόμενη φραγματοποίηση μεγάλων ποταμών και υδατορευμάτων. Μια διαδεδομένη
αίσθηση αδυναμίας ανακοπής αυτών των εξελίξεων, σε συνδυασμό με τη συνθετότητα
του προβλήματος, έχουν -από παλιότερα- δημιουργήσει την ανάγκη της ουσιαστικής
συνεννόησης και της κοινής δράσης των επιμέρους κινημάτων, κάτι που για την ώρα
εξακολουθεί να είναι ζητούμενο, γι αυτό και η παράφραση της γνωστής ευαγγελικής
ρήσης που προτάχθηκε.
Τον Οκτώβρη του 2018, το Δίκτυο «Μεσοχώρα -
Αχελώος SOS» δημοσιοποίησε κείμενο με τίτλο «Δώδεκα θέσεις για τη διαχείριση της
ενέργειας». Η
συγκεκριμένη συλλογικότητα συνεχίζει, στις μέρες μας, μια πολύχρονη παράδοση
αγώνων ενάντια στα έργα στον άνω ρου του Αχελώου, δηλαδή στα σχεδιαζόμενα νέα
φράγματα/ΥΗΕ στη Μεσοχώρα και στη Συκιά και στην εκτροπή τεράστιων ποσοτήτων
νερών του ποταμού προς το Θεσσαλικό κάμπο. Παρ’ όλα αυτά, επέλεξε να μην
περιοριστεί στα της υδροηλεκτρικής ενέργειας, αλλά να καταπιαστεί με τη
συνολική θεώρηση της κατάστασης που επικρατεί στον τομέα της διαχείρισης της
ενέργειας, ξεκινώντας από δύο βασικές παραδοχές. Η πρώτη παραδοχή αφορά στην
αλληλεξάρτηση μεταξύ όλων των σχεδιασμών, που αφορούν σε επιμέρους πτυχές του
ζητήματος. Η δεύτερη αφορά στη δυσκολία των κινημάτων να διατυπώσουν ένα
χειροπιαστό αντίλογο, εξ αιτίας και των τραγικών αντιφάσεων στο λόγο τους, που
συνοδεύεται -συχνά- από άγνοια βασικών παραμέτρων και από έλλειψη αίσθησης του
μεγέθους του προβλήματος.
Ως προς τη δεύτερη παραδοχή, αξίζει να
καταγράψουμε και την εξής συμπληρωματική διαπίστωση του κειμένου των «Δώδεκα
θέσεων»: «Δεν είναι λίγες οι φορές που η
στάση σε κρίσιμα ζητήματα ενεργειακών επιλογών καθορίζεται από το τι κάνει πιο
εύκολη την επικοινωνιακή διαχείριση των επιμέρους αγώνων και που υιοθετείται
μέρος της συντηρητικής ατζέντας. Σε άλλες περιπτώσεις, παρεισφρύει έντονα ο
τακτικισμός και ένας στενός ωφελιμισμός».
Αποδέκτες αυτού του προβληματισμού είναι οι
συλλογικότητες που εμπλέκονται σε αγώνες με επίκεντρο ζητήματα διαχείρισης της
ενέργειας και του νερού, εξορυκτικών δραστηριοτήτων, άμεσης δημοκρατίας και
αποκέντρωσης, κριτικής της ανάπτυξης κλπ., με σκοπό «την ένταση της προσπάθειας εμβάθυνσης του προβληματισμού, καλλιέργειας
συνθηκών για την ενιαιοποίηση του λόγου των κινημάτων και τη δημιουργία
προϋποθέσεων ενός συντονισμού με ουσιαστικό περιεχόμενο και προοπτική».
Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι ένας τέτοιος διάλογος έχει ξεκινήσει και
βρίσκεται σε εξέλιξη, με την προσοχή στραμμένη στην ουσία και χωρίς το άγχος
της όποιας επικοινωνιακής διαχείρισης του κειμένου των «Δώδεκα θέσεων».
Χρειάστηκε πολύ λίγος χρόνος, για να
αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για τα ζητήματα αυτά. Η πρώτη αφορμή δόθηκε με τη
δημοσιοποίηση του «εθνικού σχεδιασμού για την ενέργεια και το κλίμα» και η
δεύτερη με μια ημερίδα, με τίτλο: «ΑΠΕ: μύθοι και αλήθειες».